Samstag, 18. August 2012



Ύσωπος

Hyssopus officinalis-
ό φαρμακευτικός οίκ.
Χειλανθών (Labatae).

Ύσσωπος: ζάχαρο, άσθμα, χοληστερίνη, βρογχικά, υπέρταση.
Φασκόμηλο: ζάχαρο, υπόταση, αναιμία, δυναμωτικό, στομάχι, μυϊκούς πόνους, γρίπη.
Ο Ύσωπος συναντάται αυτοφυής σέ τόπους άγονους τής μεσημβρινής Ευρώπης και σε πολλά
άλλα μέρη.
Στήν Ελλάδα "Υσωπος ονομάζεται άλλο είδος, πού δέν μας είναι γνωστές οί θεραπευτικές του ιδιότητες (Μικρομέρια).
Είναι φυτό θαμνώδες σε υψος ώς 60 έκ.
Τό στέλεχος του καί λίγες διακλαδώσεις του είναι σκεπασμένα μέ χνούδι.
Έχει φύλλα αντίθετα καί άνθη μικρά, βιολέ.
Τά φύλλα του είναι στενά, άμισχα, γραμμωτά, λεία ή χνουδωτά μέ τά άκρα τους γυρισμένα πρός τά κάτω.
Ανθίζει όλο τό καλοκαίρι.
Χαρακτηριστικό είναι τό άρωμα τής τούφας του.
Η χρήση του φυτου αυτού άπό νευρικά άτομα χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή.
Ακόμη, από παλαιότατη εποχή, ό Ιπποκράτης χρησιμοποίησε τό φυτό κατά τών βρογχικών παθήσεων.

Χρησιμοποιείται ως τσάι (2: 1000) πού παίρνεται μέ 2-3 φλιτζάνια τήν ήμερα.
Εξωτερικά τό φυτό αυτό είναι τονωτικό, διαλυτικό.
Γίνονται καί γαργαρισμοί γιά διάφορες παθήσεις του στήθους.
Με ζεστές επιθέσεις, συντελεί στη διάλυση τών εκχυμώσεων καί για θεραπεία στά στραμπουλίγματα.
Συνίσταται ή παρασκευή σιροπίου (ανθισμένες κορυφές του ύσωπου γρ.
100 βραστό νερό 1000 ζάχαρη 1600 γρ.) Από το σιρόπι αυτό παίρνονται 100 γρ.
τήν ήμερα.

Πολλαπλασιάζεται ο υσωπος και καλλιεργείται σχετικά ευκολα μέ σπόρο, μέ μοσχεύματα, μέ καταβολάδες και μέ παραφυάδες.
Οι σπόροι σπέρνονται τήν άνοιξη σε γραμμές.
Τα μικρά φυτά, μεταφυτεύονται τό Σεπτέμβριο ή και κατά τήν άνοιξη.
Δεν έχει απαιτήσεις γιά τό χώμα.
Άπό τό πρώτο έτος μπορεί νά άρχίσει η συγκομιδή.
Σε πάρα πολλές περιπτώσεις, είναι χρήσιμος ό ύσωπος ώς διεγερτικός, άντιβηχικός, άποχρεμπτικός, στομαχικός, έμμηναγωγός, άνθελμινθικός, έφιδρωτικός και θεραπευτικός τών πληγών.
Είναι ακόμη, κατά της δυσπεψίας, κατά το άσθματος καί για γαργάρες κατά του πονόλαιμου καί τών αμυγδαλών.
Τό «τσάι» του είναι καί δυναμωτικό τών νεύρων.
Ο ύσωπος περιέχει: Αιθέριο έλαιο, θειάφι, «Ύσωπίνη».