Sonntag, 29. Juli 2012




Φραγκόσυκα 


Cactales ή Opuntiales  Κακτώδη ή Οπουντιώδη  
Οικογένεια  Cactaceae, Κακτίδες  

Η φραγκοσυκιά είναι κάκτος, παχύφυτος, πολυετής, δενδρόμορφος, πυκνόμορφος, αειθαλής, με βλαστό όρθιο. Στην Ελλάδα απαντάται ημιαυτοφυής και πολλές φορές αυτοφυής.
Ευδοκιμεί σε θερμούς και ηλιόλουστους τόπους, χωρίς ιδιαίτερη προτίμηση στο έδαφος, αρκεί αυτό να μη είναι υγρό ή να στραγγίζεται καλώς, ήτοι σε βραχώδης, πετρώδεις, αμμώδεις ή ξηρές τοποθεσίες, σε αβαθή εδάφη ή μετρίου βάθους, φτωχά σε οργανική ύλη, οξέα ή ελαφρώς αλκαλικά, σε βουνοπλαγιές και, όπου άλλη καλλιέργεια είναι δύσκολος έως αδύνατος.
Στα αργιλώδη και ασβεστώδη εδάφη ευδοκιμεί λιγότερον απ’ όσο στα μεσαίας συστάσεως. Η ανάπτυξή της σε βραχώδη εδάφη επιτυγχάνεται χάριν του ισχυρού συστήματος ριζών το οποίο διαθέτει και σιγά – σιγά προκαλεί διάσπαση και αποσάθρωση αυτών. Το δυνατό ριζικό «οπλικό» σύστημα ίσως είναι μία από τις αιτίες ένεκεν των οποίων η φραγκοσυκιά δείχνει προτίμηση  και σε, πρόποδες λοφίσκων, πετρώδεις εκτάσεις, ή επικλινή εδάφη παρά στους κάμπους. Ένας άλλος λόγος που συνηγορεί σ’ αυτήν την ιδιόρρυθμη προτίμηση, είναι το γεγονός ότι φοβάται την ασφυξία των ριζών η οποία προέρχεται από άφθονα ή στάσιμα νερά.
Είναι φυτό ανθεκτικό στην ξηρασία και προσπαθεί να αποθηκεύει νερό στους ιστούς του όταν
  το βρίσκει, για τις δύσκολες ημέρες που συχνά έρχονται. Είναι αξιοσημείωτο πως και την υγρασία αξιοποιεί αφού την απορροφά και την μετατρέπει σε νερό στους ιστούς του.
Προσφορά της φραγκοσυκιάς
  είναι τεραστία τόσο στον άνθρωπο όσο και στα ζώα τα οποία την επιδιώκουν μετά μανίας τόσο τους καλοκαιρινούς όσο και τους χειμερινούς μήνες. Στις ερήμους ιδίως  όπου ευδοκιμεί αποτελεσματικώς, δέχεται εφορμήσεις διψασμένων και πεινασμένων ζώων.

Το επίσημο όνομα είναι:
 Opuntia ficus - indica, Οπούντια η ινδική συκή,  κοινώς Φραγκοσυκιά 

Η φραγκοσυκιά κατάγεται από το Μεξικό. Μετήχθη στην Ευρώπη από τους Ισπανούς μεταξύ των ετών 1521 – 1523, όταν ο
Fernando Cortes κατέλαβε το Μεξικό. Στις Μεσογειακές χώρες διεδόθη ταχέως για τους γλυκείς και εύγευστους καρπούς της. 

Πολλαπλασιάζεται δύσκολα με σπέρματα, ευκολότερα όμως με μοσχεύματα, (αγενής γένεσης ή αγενής πολλαπλασιασμός), δηλαδή κομμάτια των φυλλοκλαδίων, που αφήνονται μερικές ημέρες στο ύπαιθρο
  και κατόπιν φυτεύονται.
Αν είναι χειμώνας, φυτεύομε ένα «φύλλο» (έτσι αποκαλούμεν κατά συγκατάβαση τον βλαστό, ενώ φύλλα είναι τα αγκάθια ) στο χώμα, σε τρόπο ώστε το μισό να είναι μέσα και το μισό έξω. Αυτό θα ριζώσει και θα έχομε ένα νέο φυτό.
Αν είναι καλοκαίρι σε κάποιο σημείο γης που επιλέγομε, πάνω σ' ένα «φύλλο» βάζομε μια πέτρα και το αφήνομε στην επιφάνεια του εδάφους σε οριζόντια θέση. Από το κάτω μέρος του «φύλλου», φύονται, μετά από λίγες ημέρες μικρές ρίζες. Τότε ενδείκνυται να το φυτέψομε στο χώμα, καθέτως, τουλάχιστον μέχρι την μέση και έτσι θα έχομε ένα νέον οργανισμό.
Ακόμα πολλαπλασιάζεται και με σπέρματα αλλά πολύ βραδέως.

Οι βλαστοί (κορμός = το κεντρικό μέρος του φυτού απ’ το οποίο γίνονται οι διακλαδώσεις, αλλά και το γηραιότερο) της φραγκοσυκιάς είναι φυλλοειδώς πεπλατυσμένοι, ενώ στους κάκτους παρατηρούνται διαφοροποιήσεις σε σφαιρικούς ή κυλινδρικούς, στυλοειδείς ή αρθρωτούς, με πολλά φυλλοκλάδια.
  Έχουν σχήμα ελλειψοειδές, τριγωνικό ή άλλα παρόμοια και χρησιμεύουν ως αποθηκευτικοί χώροι. Περιέχουν μεγάλες ποσότητες νερού για να αντέχουν στις ξηρασίες. 
Ομοιάζουν δηλαδή με σαρκώδη φύλλα,
  εξ ου και ο όρος βλαστοπαχύφυτα, αλλά είναι βλαστοί με λειτουργικές ιδιότητες φύλλων, μήκους 20 - 50 εκατοστών, πλάτους 10 - 20 εκατοστών και καλύπτονται από κηρώδες στρώμα. Αρχικώς είναι άκρως ευαίσθητοι, προοδευτικώς όμως αυξάνουν και τελικώς αποκτούν ινώδη (ξυλώδη) υπόσταση, για να καταλήξουν στον σχηματισμό του κορμού. Επίσης έχουν στην επιφάνειά τους πολλές και σκληρές ίνες, τα αγκάθια, κέντρα, ακίδες ή γλωχίνες. Ασκούν δε και την φωτοσυνθετικήν λειτουργία του φυτού.


Η φραγκοσυκιά είναι άφυλλος ως δένδρο. Τα φύλλα της έχουν υποστεί «ισχυράν πήρωσιν» και έχουν μετατραπεί σε
  ακάνθας, ή φυλλακάνθας, όπως ευρίσκομε τον όρον στο «Περί φυτών ιστορίαι» έργο του αρχαίου Έλληνα βοτανολόγου Θεοφράστου Βιβλίο 6, Κεφ. 4, Παρ. 7, για άλλο φυτό. Είναι μικρά, βελονοειδή,  εύπτωτα, σκληρά,  μυτερά  όργανα και επιτυγχάνουν δύο στόχους.   
ΠΡΩΤΟΝ μειώνουν την διαπνοήν ώστε να μη χάνεται το αποταμιευμένο νερό, και
ΔΕΥΤΕΡΟΝ προστατεύουν από την επιδρομήν
  των φυτοφάγων ζώων.

                                        
Τα άνθη είναι μεγάλα και φύονται κατά κανόνα στην κορυφή των φυλλοκλαδίων, συνήθως των ανωτέρων ή εξωτερικών και πολύ σπανίως στα πλευρικά μέρη. Έχουν χρώμα ζωηρό κιτρινωπό, πορτοκαλί ή
  χρυσίζον. Ένας θαυμάσιος συνδυασμός που δίδει ιδιαίτερο τόνο κατά την περίοδο της ανθοφορίας στους  χώρους  όπου υπάρχουν συστοιχίες  από φραγκοσυκιές.
Τα άνθη είναι μονήρη, δηλαδή βρίσκονται μεμονωμένα στον βλαστόν, αλλά πολλάκις και καθ’ ομάδας, ερμαφρόδιτα, (διγενή), κανονικά, ακτινόμορφα ή ζυγόμορφα ήτοι έχουν αμφίπλευρη συμμετρία και επίγυνα.
Η ωοθήκη είναι υποφυής, ήτοι βρίσκεται κάτω από το πεπλατυσμένο τμήμα
της βάσεως, μονόχωρος και δέχεται πολλές σπερματικές βλάστες (ωάρια).
Το περιάνθιο είναι διπλό και τα μέλη του βρίσκονται σε σπειροειδή διάταξη με μεταβατικές μορφές από
  σέπαλα σε πέταλα.
Τα σέπαλα και τα πέταλα δεν έχουν πλήρη διαφοροποίηση. Και τα δύο είναι πολυάριθμα, όρθια ή αποκλίνοντα.
Οι στήμονες (ανδρείον) είναι
  σπειροειδώς τοποθετημένοι ή ενίοτε καθ’ ομάδας.
Ο ύπερος (γυναικείον) είναι ένας και απαρτίζεται από τρία ή και περισσότερα καρπόφυλλα..
Τα πέταλα και τα σέπαλα με τα έντονα χρώματά τους και την γύρι
  προσελκύουν τα έντομα κι έτσι επιτυγχάνεται η επικονίαση στο φυτικό βασίλειο. Μένουν ανοικτά 36-48 ώρες για τον σκοπό αυτό. 



Η φραγκοσυκιά, ζει σε αμμώδη, πετρώδη ξηρά ή άνυδρα εδάφη.

Για τον σκοπό αυτό έχει δημιουργήσει ένα δικό της αμυντικό σύστημα, ώστε να δύναται να επιβιώνει και σε περιόδους παρατεταμένης ανομβρίας. Η προσαρμογή της χαρακτηριστικώς  στηρίζεται στα πιο κάτω.
Αποταμίευση νερού. Μαζί με τις θρεπτικές ουσίες η φραγκοσυκιά αποθηκεύει μεγάλες ποσότητες νερού μέσα στους ιστούς της, οι οποίοι συνήθως βρίσκονται στον κορμό. Γι' αυτό η κατηγορία λέγεται παχύφυτα ή σαρκόφυτα.
Αποτέλεσμα της μεγάλης αποθήκευσης νερού στους ιστούς είναι η αρκετή εξόγκωση. Όταν τους κόψομε σε κάποιο σημείο ρέει νερό. Τα φυλλοκλάδια είναι οι δεξαμενές νερού της φραγκοσυκιάς.
Χωρίς νερό είναι αδύνατο να ζήσει άνθρωπος, ζώο ή φυτό, πέραν λίγων ωρών ή ημερών. Γι' αυτό όλα λαμβάνουν την σχετικήν πρόνοια.
Μείωση διαπνοής. Ο δεύτερος λόγος με τον οποίον εξασφαλίζει η φραγκοσυκιά την διαφύλαξη νερού είναι η μείωση της διαπνοής και αυτό
  επιτυγχάνεται με την «εξαφάνιση» των φύλλων. Από πλευράς μακροβιότητος, ζεί άνω από 200έτη.

Οι καρποί μετατρέπονται σε: γλυκά, μαρμελάδες, κομπόστες, και ποτό με μετουσίωση ή  απόσταξη. Μας δίδουν επίσης  οινόπνευμα και εκλεκτή ρακή .

ΠΡΟΣΟΧΗ:   να μην τρώμε πολλά, διότι προκαλούν δυσκοιλιότητα.
Τα «φύλλα» χρησιμεύουν ως:

Τονωτικά στην καρδιά λόγω της ουσίας κακτίνη που περιέχουν.
Αντίδοτο κατά της μέθης. Απομακρύνουν
   πονοκεφάλους, ναυτία ξηροστομία και άλλα. Η χρήση γίνεται από τους μεθυσμένους, αφού φυσικά θα τους τα προσφέρει κάποιος ως φάρμακο και τα έχει επεξεργασθεί δεόντως.
Στην μαγειρική τα φύλλα παράγουν δεκάδες φαγητά
 με κρέας και λαχανικά για τον άνθρωπο, κάτι που φαίνεται σαν παράδοξο, αλλά είναι πραγματικότητα και μάλιστα ουσιαστική, για εκατομμύρια ανθρώπους πλην Ελλήνων!!
Επίσης γίνονται σαλάτες, επιδόρπια, μεζέδες ακόμη και ψωμί.
Τα «φύλλα» της φραγκοσυκιάς δεν έχουν καμμία απολύτως τοξικότητα κι έτσι πρέπει να τα συνηθίσομε ως γεύμα. Σε Γλυκά, μαρμελάδες, ποτά.

Τόσο η φραγκοσυκιά όσο και οι καρποί, αλλά και τα άνθη  της έχουν θεραπευτικές ιδιότητες  για διάφορες παθήσεις του ανθρωπίνου οργανισμού. Είναι από τα λίγα φυτά που χρησιμοποιούνται όλα τα μέλη τους και επιπροσθέτως είναι προληπτικό και θεραπευτικό ίαμα.
Η χρήση των καρπών αφ’ εαυτής δημιουργεί ευνοϊκές
  καταστάσεις  για το αμυντικό σύστημα του οργανισμού, αλλά και σε περίπτωση παρουσιάσεως κάποιας νόσου, πάλιν επενεργεί δραστικά.
Οι ασθένειες τις οποίες «καταμάχονται» τα μέλη της φραγκοσυκιάς είναι
  ενδεικτικώς πιο κάτω.     
     
Ως κατάπλασμα για την θεραπεία φλεγμονωδών  αποστημάτων, την διόγκωση του σπληνός, την ελονοσία, τους μώλωπες και την περιποίηση των τραυμάτων. Το χρησιμοποιούν εκατονταετίες τώρα  Αμερικανοί και Μεξικανοί.   Ήταν και παραμένει ένα σπουδαίο Αντιφλεγμονώδες.
Για την θεραπεία της υπερλιπιδαιμίας και της παχυσαρκίας.
Κατά του σακχαρώδους διαβήτη.  Έχουν γίνει εκτενείς πανεπιστημιακές έρευνες στην Αμερική καθώς και σε άλλες χώρες.
Κατά της υπερτροφίας του προστάτου
Κατά της χοληστερόλης
Κατά της φλεβίτιδος
Κατά πνευμονικών παθήσεων
Πιθανός παράγοντας για την καταπολέμηση ορισμένων μορφών καρκίνου (στήθους, προστάτου, στομάχου, πνευμόνων, παγκρέατος) λόγω των φλαβονοειδών συστατικών που περιέχουν
Δυναμωτικό στο ανοσοποιητικό σύστημα
Τα άνθη και τα κλαδώδια («φύλλα») χρησιμοποιούνται ως διουρητικά, αντισπασμωδικά, αντιδιαρροϊακά, αιμολυτικά, καθώς για καταπολέμηση της ψαμμιάσεως, ήτοι άμμου στα νεφρά, και της νεφρίτιδος!
Ο ΘΡΥΛΟΣ για τη γέννηση της τεκίλας λέει ότι ένας κεραυνός χτύπησε κάποτε μια αγαύη, έναν κάκτο, στην περιοχή όπου ζούσε μια φυλή Ινδιάνων του Μεξικού. Οι Ινδιάνοι παρατήρησαν ότι το φυτό άρχισε τότε να εκκρίνει ένα γευστικό και καυτερό υγρό που, όταν το έπινες, σου δημιουργούσε ευχάριστα συναισθήματα.

Έτσι άρχισαν να το χρησιμοποιούν για να ευθυμήσουν στις θρησκευτικές γιορτές τους. Υπάρχουν περισσότεροι από 300 διαφορετικοί τύποι αγαύης και χρειάζονται 12 χρόνια για να ωριμάσει ο καρπός, ο οποίος φτάνει τα 50 κιλά και μοιάζει πάρα πολύ με τον καρπό του ανανά. Για την παραγωγή της τεκίλας οι παραγωγοί αγαύης, καλλιεργούν και συλλέγουν τους καρπούς της, τους οποίους ψήνουν επί 3 μέρες σε πέτρινους φούρνους. Στη συνέχεια, τους τεμαχίζουν παραδοσιακά σε πέτρινους μύλους και με σύγχρονα πλέον μηχανήματα παίρνουν τον χυμό τους. Η τεκίλα δημιουργείται ύστερα από διπλή απόσταξη.
Φραγκόσυκα πίκλες

Φραγκόσυκα
3 φλιτζάνια ξύδι
3 φλιτζάνια νερό
6 κ.σ. αλάτι
Άνηθος
1 σκελίδα σκόρδο για κάθε βάζο
1 πιπερίτσα καυτερή για κάθε βάζο

Καθαρίζουμε τα φραγκόσυκα και τα κοβουμε σε φέτες. Τα βάζουμε σε αποστειρωμένα βάζα και βάζουμε από μία σκελίδα σκόρδο, μια πιπεριτσα και λίγο άνηθο. Βράζουμε το νερό με το αλάτι και το ξύδι μέχρι να λειώσει το αλάτι. Γεμίζουμε τα βάζα με την άλμη και βιδώνουμε καλά. Η γεύση του γίνεται καλύτερη μετά από 5 μήνες.