Το κώνειο (αγγλ. poison hemlock) είναι φυτικό δηλητήριο. Οφείλει την ονομασία του στο ρήμα "κωνάω", που σημαίνει "περιστρέφω" (αρχ. ελλ. παράγωγο "κώνος" = σβούρα). Παράγεται από το φυτό κώνειον το στικτόν (Conium maculatum). Το φυτό είναι πολύ κοινό στην Ελλάδα, από τα αρχαία χρόνια έως σήμερα. Στην Αρχαία Αθήνα χρησιμοποιούνταν για τις ναρκωτικές του ιδιότητες από τους ιεροφάντες (ως αναφροδισιακό).
Η δραστική ουσία του κωνείου είναι το αλκαλοειδές κωνειΐνη. Θεωρείται, μαζί με την νικοτίνη, το ισχυρότερο των φυτικών δηλητηρίων. Το βασικό της μειονέκτημα είναι ότι είναι ισχυρά πτητική ένωση και, κατά συνέπεια, μη πρόσφατα παρασκευάσματα χάνουν σταδιακά την δηλητηριώδη ισχύ τους.
Η κατάποση εκχυλίσματος (κυρίως φύλλων και βλαστών) κωνείου προκαλεί ανώδυνο θάνατο. Στην αρχή τα αισθητήρια νεύρα νεκρώνονται από την περιφέρεια προς το κέντρο. Υπάρχει απώλεια των μυικών δυνάμεων, αμβλύνονται οι περιφερειακές αισθήσεις, το ανακλαστικό τόξο του νωτιαίου μυελού προκαλεί τρόμο και σπασμούς. Τέλος, επέρχεται ύπνος, εγκεφαλική νάρκη και, τελικά, θάνατος.
Βοτανική Περιγραφή
Φυτό ποώδες,
λείο σχεδόν χωρίς τρίχες, μεγάλο, με ύψος από 50cm έως 2,5m, μονοετές ή διετές.
Ο βλαστός είναι
ισχυρός, ορθός, διακλαδιζόμενος, συνήθως με ερυθροκαστανές κηλίδες προς το
κάτω μέρος, κούφιος εσωτερικά, γραμμωτός κατά μήκος εξωτερικά.
Τα φύλλα του
είναι έμμισχα, αντίθετα, τα κατώτερα μεγάλα μέχρι 50x40cm με το
περίγραμμα τους τριγωνικό, σύνθετα, 2-4 φορές πτεροειδή, μαλακά, χωρίς τρίχες Με τμήματα
λογχοειδή έως δελτοειδή, πτεροσχιδή, χνουδωτά.
Φύλλα
περιβλήματος: μόνιμα βράκτεια, βραχέα κατανεύοντα 0-5-6 στενά
τριγωνικά έως ωοειδή-λογχοειδή φύλλα, με άκρα που γυρνούν προς τα
κάτω, ξηρής μεμβρανώδους υφής.
Περιβλημάτιο εκ 3-6
φυλλαρίων, μονόπλευρα προς το έξω μέρος του μερικού
σκιαδίου που φαρδαίνουν και συμφύονται στην βάση.
Ταξιανθίες
σύνθετα σκιάδια, με 10-20 ακτίνες, στην άκρη και σε μασχάλες του βλαστού, με
άνθη μικρά, λευκά χωρίς σέπαλα, που αναπτύσσονται συνήθως τον δεύτερο χρόνο.
Πέταλα
αντωοειδή, με κορυφή κυρτή προς τον άξονα.
Στύλοι βραχείς,
παχείς, διεστώτες.
Καρπός τεφροπράσινος,
διαχαίνιο, ωοειδής, υποσφαιρικός σχεδόν σφαιρικός, πεπιεσμένος εκ των πλαγίων
2,5-3,5 mm,που διασπώνται σε δύο τεμάχια,
με μεριστοκάρπια που είναι ωοειδή και φέρουν
ανάγλυφες πλευρές κυματοειδείς επαλξωτές
Χωρίς
εκκριματοφόρους αγωγούς..
Η ρίζα είναι σαν του φυτού Pastinaca (parsnip) και διακλαδιζόμενη
Οσμή: Το φυτό
έχει βαριά και δυσάρεστη οσμή που γίνεται εντονότερη με την σύνθλιψη των φύλλων
των βλαστών και των καρπών. Οσμή σαν από ούρα ποντικών.
Η γεύση των
καρπών είναι πικρή και προκαλεί ναυτία.
Ιστορία
Γνωστό από πολύ παλιά, φημολογείται ότι χρησιμοποιήθηκε πριν από τους
ιστορικούς χρόνους για την θανάτωση των γερόντων των ανικάνων προς εργασία, των
αναπήρων και των αρρώστων Κείων (νήσος Κέα = Τζιά).
Το κώνειο της Αττικής και ιδιαίτερα των Μεγάρων θεωρείτο δραστικότερο.
Επίσης προτιμούσαν το φυόμενο σε μέρη ψυχρά και σκιερά όπως αυτό της Λούσσης
πλησίον της Μαντινείας.
Ο Άτταλος ο Γ’ βασιλεύς της Περγάμου καλλιεργούσε το κώνειο μαζί με πολλά
άλλα δηλητηριώδη φυτά στον κήπο του. Στην Αθήνα χρησιμοποιείτο γιά τις
ναρκωτικές του ιδιότητες από τους ιεροφάντες, ως αναφροδισιακό.
Ο Ιπποκράτης σε πολλά σημεία των συγγραμμάτων του αναφέρει το σπέρμα του
κώνειου ως ναρκωτικό, σε καταπλάσματα, υπόθετα και υποκαπνισμούς.
Τον 3ον π.Χ. αιώνα ο Νίκανδρος το περιγράφει ως εξής στα
«Αλεξιφάρμακα»: το δηλητήριο φέρνει σκοτεινή νύκτα «σκοτόεσσαν νύκτα», οι
άνθρωποι παραλύουν και έρπουν στα χέρια, η αναπνοή τους πιάνεται καθώς φράζει ο
λαιμός, τα άκρα παγώνουν και τέλος η ψυχή τους πηγαίνει στον άλλο κόσμο από
έλλειψη αέρα λόγω παράλυση της αναπνοής.
Με κώνειο θανατώθηκε και ο μέγας φιλόσοφος Σωκράτης. Τέσσερα χρόνια
κατόπιν, αφότου παρακολούθησε μέχρι την φυλακή τον μαθητή του Θηραμένη,
συλλαμβάνεται και αυτός (399 πΧ), κατηγορούμενος για ασέβεια και διαφθορά των
νέων και διότι αδικεί «τον ήττω λόγον κρείττων ποιώνκαι τους άλλους ταύτα
διδάσκων» (Πλάτων, Απολογία, 19).
Στην φυλακή, αφού έμαθε από τον δεσμοφύλακα την ημέρα που έπρεπε να πάρει
το κώνειο και τα συμπτώματα της δηλητηριάσεως, έλαβε το φάρμακο με απόλυτη
αταραξία και χωρίς καμία μεταβολή των χαρακτηριστικών του προσώπου του.
Ο Πλάτων στον Φαίδωνα μας δίνει με λαμπρό τρόπο την εικόνα της
δηλητηριάσεως. Λέει λοιπόν ο Πλάτων:
«Όταν ένοιωσε ο Σωκράτης να βαραίνουν τα σκέλη του ξάπλωσε, στη πλάτη. Έτσι
του σύστησε ο δήμιος. Συγχρόνως αγγίζοντας τον, αφού πέρασε λίγος χρόνος,
παρατηρούσε τα πέλματα και τα σκέλη. Κατόπιν πίεσε δυνατά το πόδι και τον
ρώτησε αν αισθάνεται. Ό δε ουκ Εύη. (Είχε ήδη αρχίσει η νέκρωση των αισθητικών
νεύρων από την περιφέρεια) και μετά από αυτό πίεσε πάλι, τις κνήμες και αφού
ξαναήρθε μας έδειχνε ότι παγώνει και παραλύει. Τον άγγιξε και είπε ότι όταν
φθάσει (η παράλυση ) στην καρδιά τότε θα πεθάνει. Ήδη σχεδόν το πάγωμα είχε
φθάσει στο επιγάστριο. Ξεσκεπάστηκε, γιατί ήταν σκεπασμένος και είπε αυτό που
ήταν τα τελευταία λόγια «ώ, Κρίτων, τω Ασκληπιώ
οφείλομεν αλετρυόνα απόδοτε και μη αμελήσετε.» Έτσι θα γίνουν είπε ο Κρίτων.
Μήπως θέλεις κάτι άλλο να μας πεις, τον ρώτησε. Αλλά ο Σωκράτης δεν απάντησε
τίποτα.... και τα όμματα έστησεν. Ιδών δε ο Κρίτων συνέλαβε το στόμα και τους
οφθαλμούς.
Ο Αριστοφάνης στους «Βάτραχους» στιχ. 186 την ψύξη των άκρων παρομοιάζει με
χιόνι.
Ο Θεόφραστος γράφει πως εκχύλισμα από τη ρίζα του κώνειου είναι το
ισχυρότερο δηλητήριο και η απαλλαγή (δηλ. ο θάνατος) είναι εύκολη ακόμα και αν
δοθεί μικρό καταπότιο. Ο ίδιος επισημαίνει και την συνέργεια με την μήκωνα την
υπνοφόρο σε ένα ταχύ και ανώδυνο θάνατο, με μικρή σε όγκο ποσότητα φαρμάκου,
παρατήρηση που αποδίδει στον βοτανικό Θρασύα, του 5ουπ.Χ αιώνα εκ Μαντινείας
«ραδίαν ποιείν και άπονον την επόλυσιν τοις οποίς χρώμενος κωνείου τε και
μήκωνος και ετέρων τοιούτων ώστε εύογκον είναι και μικρόν όσον
δραχμής ολκήν».
Ο Διοσκουρίδης αναφέρει: «Το κώνειο όταν το πιείς προκαλεί σκοτοδίνες και
θαμπώματα, ώστε να μη βλέπει κανείς ούτε λίγο, λόξιγκα και παράκρουση του νου
και πάγωμα των άκρων. Στο τέλος παθαίνουν ασφυξία με σπασμούς καθώς σταματά ο
αέρας στην τραχεία. Αρχικά λοιπόν, όπως και στα υπόλοιπα, θα το αποβάλλουμε με
τους εμέτους, έπειτα αφού χρησιμοποιήσουμε καθαρτικό θα αποβάλλουμε αυτό που
έχει διολισθήσει στα έντερα και τότε φτάνουμε στην πόση ανέρωτου κρασιού, σαν
το καλλίτερο βοηθητικό μέσο, αφήνοντας ενδιάμεσα διαστήματα κατά τα οποία
βοηθάει θα δοθεί για πόση, το γαϊδουρίσιο γάλα ή η αψιθιά μαζί με πιπέρι, κρασί
και καστόριο. Επίσης ο απήγανος και ο δυόσμος μαζί με κρασί ή μία δραχμή
καρδάμωμο ή στύρακα ή πιπέρι μαζί με σπόρο τσουκνίδας και κρασί ή τα φύλλα της
δάφνης. Εξίσου και το γαλάκτωμα του σίλφιου με λάδι ή γλυκό κρασί. Και το γλυκό
κρασί αν πίνεται σκέτο σε μεγάλη ποσότητα ενδείκνυνται αρκετά.»
Ο Διοσκουρίδης αναφέρει για τις θεραπευτικές ενδείξεις του κωνείου. Γράφει
λοιπόν ότι, αφού ξηρανθεί έχει πολλές χρήσεις αναμειγνυόμενο για παυσίπονα
κολλύρια , το εκχύλισμα του αν χρησιμοποιηθεί σε κατάπλασμα βοηθάει στον έρπητα
και το ερυσίπελας. Βοηθάει επίσης αυτούς που παθαίνουν ονειρώξεις, ενώ αν το
κατάπλασμα τοποθετηθεί στα γεννητικά όργανα περιορίζει
την επιθυμία. Το κώνειο σταματά το γάλα στους μαστούς, περιορίζει την ανάπτυξη
των μαστών στις κοπέλες, ενώ στα αγόρια προκαλεί ατροφία των όρχεων « ..μαστούς
τε εν παρθενία κωλύει αυξάνεσθαι και διδύμοις ατρόφοις ποιεί επί παίδων»
Ο Γαληνός αναφέρει το κώνειο σε πολλά σημεία, το συγκαταλέγει δε στα ψυχρά
δηλητήρια, τα φονεύοντα δια καταψύξεως της καρδιάς (ΧΙ,596). Μνημονεύει δε
«γραία Αθηναίαν η οποία από ελαχίστης δόσεως αρξαμένη ειθίσθη τω φαρμάκω» (ΧΙ,
601)
Ο Πλίνιος (ΧΧV,55) περιγράφων το φυτό σημειώνει
το δηλητηριώδες του σπέρματος. Και ο Κέλσος αναφέρει το φυτό ως δηλητήριο και
ως αντίδοτο αυτού αναφέρει άφθονο άκρατο οίνο μετά πηγάνου (απήγανου) και
κένωση του στομάχου δι’ εμέτου.(V, 27,12).
Ο Σκριβώνιος Λάργος (κεφ.179) περιγράφων τα
συμπτώματα της δηλητηριάσεως, συνιστά καθαρτικά κλύσματα και γάλα όνου.
Πρώτος στη Ελλάδα που ήπιε το κώνειο αναφέρεται ο στρατηγός και πολιτικός
Θηραμένης, κατά την εποχή των 30 τυράννων, όταν καταδικάστηκε σε θάνατο (404
π.Χ). Ο Θηραμένης ήταν από την Κέα και ήπιε με θάρρος το δηλητήριο. Όταν έχυσε
τις τελευταίες σταγόνες κατά γης είπε ότι ήσαν για τον αντίπαλο του Κριτία. Οι
λέξεις του ήταν προφητικές, γιατί πράγματι μετ’ ολίγον φονεύθηκε ο αντίπαλος
του και καταλύθηκε η τυραννία των τριάκοντα.
Δεύτερος θανατωθείς αναφέρεται ο Πολέμαρχος, χωρίς μάλιστα να γνωσθεί η
αιτία της καταδίκης του, καθώς αναφέρει ο Λυσίας (κατα Ερατοσθ.Χ1,5).
Παρότι η
δηλητηριώδης δύναμις του κωνείου ήταν γνωστή από αρχαιοτάτων χρόνων, η χρήση
του για την θανάτωση των καταδίκων εισήχθη το 404-403 πΧ. επί 30
τυράννων. Έτσι ο τρόπος του θανάτου κατέστη «πάτριον έθος» (πατροπαράδοτη
τακτική) το δε φυτόν μυσαρόν (Πλίνιος ΧΧV,13)
Προς θανάτωση χρησιμοποιούσαν τον οπόν τον λαμβανόμενον δι’εκθλίψεως των
σπερμάτων, κυρίως, διότι περιείχε το μεγαλύτερο ποσοστό δραστικής ουσίας (1%
κωνειίνη) ενώ ο οπός των βλαστών και των ριζών 0,5%. Η δόση ήταν καθορισμένη
και γνωστή στον δήμιο. Συνήθως η δόση ήταν μία ολκή 4,5g. περίπου.
Συχνά όμως αναγκαζόταν να χορηγούν και δεύτερη και τρίτη δόση. Αυτό
συμπεραίνεται από τους λόγους του δεσμοφύλακα προς τον Σωκράτη. Αυτός συνιστά
προς τον κατάδικο να μην ομιλεί πολύ ζωηρά για να μην θερμανθεί και χρειασθεί
να πιει διπλή ή τριπλή δόση. Με κώνειο θανατώθηκαν επίσης ο Φωκίων (318 π.Χ)
και 4 πολιτικοί του φίλοι, τότε ο δήμιος αρνιόταν να παρασκευάσει την δόση του
Φωκίωνα αν δεν ελάμβανε 12 αττικάς δραχμάς, την τιμήν της μίας δόσης. Τότε
κάποιος από τους παριστάμενους φίλους έδωσε τα χρήματα παρατηρήσας με πικρία
ότι «οι Αθηναίοι ουδέ δωρεάν να αποθάνει επιτρέπωσι αυτώ». Στην πραγματικότητα
όμως το φάρμακο χορηγείτο δωρεάν στους καταδίκους, απλώς στην συγκεκριμένη
περίπτωση ο δήμιος αρνιόταν με δικά του έξοδα, να πάει στην αγορά να πάρει το
κώνειον.
Θανατοθέντες με κώνειο αναφέρονται ο ρήτωρ Αισχίνης (323 π.Χ) διαφθείρας
τους δικαστάς σε κάποια δίκη, ο Φιλοποίμων (197 π.Χ.), ο Βρετανικός θανατωθείς
από τον Νέρωνα με μείγμα κωνείου και μήκωνος και κατά τους Χριστιανικούς
χρόνους ο μάρτυρας Ιουστίνος (167 μ.Χ).
Οι Ρωμαίοι το ονόμαζαν cicuta χρησιμοποιώντας αυτό το όνομα
για διάφορα δηλητηριώδη φυτά της ιδίας οικογένειας. Το 1541 το όνομα cicuta δόθηκε σε άλλο φυτό Cicuta virosa και από τον
Λινναίο η αρχαία λέξη Κώνειο στο φυτό Conium maculatum.(20)